- αιτητικός
- -ή, -ό (Α αἰτητικός, -ή, -όν)απαιτητικός, επίμονοςαρχ.φρ. «αἰτητικῶς ἔχω πρός τινα», τού ζητώ επίμονα κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μπορεί να παράγεται από το αἰτητής* (< αἰτῶ) ή -λόγω τής σημασίας τουαπευθείας από το ρ. αἰτῶ ή και το αἴτησις, πράγμα που φαίνεται πιθανότερο].
Dictionary of Greek. 2013.